συγκαθείργνυμι

συγκαθείργνυμι
και συγκαθείργω Α
1. κλείνω κάποιον κάπου μαζί με άλλους («εἰς ἔρημον οἰκίαν συγκαθειργμένη», Αισχίν.)
2. μτφ. κάνω κάποιον να παντρευτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καθείργνυμι / καθείργω «κλείνω, φυλακίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”